τυροκόσκινον

τυροκόσκινον
τὸ, Α
είδος τυρόπιτας που ονομάστηκε έτσι κυρίως λόγω τού τρόπου παρασκευής της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κόσκινον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τυροκόσκινον — cheese cake neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυροκοσκίνου — τυροκόσκινον cheese cake neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόσκινο — Όργανο που αποτελείται από ένα πλαίσιο και από έναν πυθμένα δικτυωτό ή από διάτρητο έλασμα. Χρησιμοποιείται για να διαχωρίζονται από μια μάζα ασύνδετων σωμάτων στοιχεία ή κόκκοι με διαστάσεις μικρότερες από αυτές των οπών του πυθμένα. Για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”